- δενδρολογία
- η1. η σχετική με τα δένδρα πραγματεία2. κλάδος τής βοτανικής που μελετά τα δέντρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δενδρολογία ή δεντρολογία — Κλάδος της βοτανικής και κυρίως της δασικής επιστήμης, ο οποίος μελετά τα είδη των δέντρων και τις δυνατότητες εφαρμογών τους. Η δ. ασχολείται με έρευνες στην καλλωπιστική δενδροκομία και στις εφαρμογές της στην αστική κηποτεχνία. Μελετά επίσης… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδρολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη δενδρολογία … Dictionary of Greek
Κοχ, Καρλ Χάινριχ Εμίλ — (Karl Heinrich Emil Koch, 1809 – 1879). Γερμανός φυσιοδίφης και περιηγητής. Από το 1836 έως το 1847 ταξίδεψε στη Ρωσία και στην Ανατολή. Επιστρέφοντας στη Γερμανία εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της βοτανικής στο… … Dictionary of Greek